μοσχοβόλημα

μοσχοβόλημα
και μοσκοβόλημα, το [μοσχοβολῶ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοσχοβολώ, ευωδιαστή μυρωδιά, μεθυστικό άρωμα, ευωδιά («από σε τα γιασεμιά θα τό πήρανε το μοσκοβόλημά τους», Παλαμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοσκοβόλημα — το βλ. μοσχοβόλημα …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβολιά — και μοσκοβολιά και μοσκοβόλια, η [μοσχοβολώ] το μοσχοβόλημα, μεθυστικό άρωμα («που τη σταχτή μοσχοβολιά ρουφούνε και το μύρο», Γρυπ.) …   Dictionary of Greek

  • μοσχομυρωδιά — και μοσκομυρωδιά, η μοσχοβολιά, μοσχοβόλημα, ευωδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”